LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παίδευσις"
- παίδευσις, -εως, ἡ (παιδεύω)· I. 1. εκπαίδευση, σύστημα εκπαίδευσης, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν, εκπαίδευση από την αρετή, σε Ξεν. 2. οι συνέπειες της μάθησης, παιδεία, μόρφωση, αγωγή, σε Αριστοφ., Πλάτ. 3. καθοδήγηση ή προκατασκευή μαρτύρων, σε Δημ. II. μέσο εκπαίδευσης, τήν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι, η πόλη μας είναι σχολείο της Ελλάδας, σε Θουκ.