LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παίγνιον"
- παίγνιον, τό (παίζω)· I. παιχνιδάκι, παιχνίδι, σε Πλάτ. II. σε Θεόκρ., οι Αιγύπτιοι ονομάζονταν κακὰ παίγνια, απατεώνες, κακότροποι. III. παιχνίδι, διασκεδαστικό ποίημα, σε Ανθ.· λέγεται για το χαρούμενο τιτίβισμα του τζιτζικιού, στο ίδ.