Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πίων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πίων[ῑ], , , ουδ. πῖον, γεν. πίονος· I. χοντρός, παχουλός, Λατ. pinguis, σε Όμηρ.· πίων δημός, πλούσιος σε λίπος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για λάδι, σε Ηρόδ. II. 1. λέγεται για έδαφος, παχύς, πλούσιος, άφθονος, γόνιμος, εύφορος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, πίονα ἔργα, Λατ. pingues segetes, στο ίδ.· ὀπώρας πίων ποτός, λέγεται για το κρασί, σε Σοφ. 2. λέγεται για πρόσωπα και τόπους, πλούσιος, άφθονος, σε Όμηρ., Αισχύλ.· πίονι μέτρῳ, με μέτρο άφθονο, σε Θεόκρ. III. ο συγκρ. και υπερθ. ειναι πῑότερος, πῑότατος, όπως από πῖος.