LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πίτυς"
- πίτυς[ῐ], -υος, ἡ, Επικ. δοτ. πληθ. πίτυσσιν, πεύκο, απολιθωμένο πεύκο, σε Όμηρ.· παροιμ., πίτυος τρόπον ἐκτρίβεσθαι, καταστρέφομαι όπως το πεύκο, δηλ. ολοσχερώς, καθώς το πεύκο όταν κοπεί δεν αναπτύσσεται ποτέ ξανά, σε Ηρόδ.
- πῐτύ-στεπτος, -ον (στέφω), αυτός που είναι γεμάτος πεύκα, σε Ανθ.