Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πίστις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πίστις, , γεν. -εως· δοτ. πίστει, Ιων. πίστῑ· Ιων. ονομ. και αιτ. πληθ. πίστις, δοτ. πίστισι (πείθομαιI. 1. εμπιστοσύνη σε άλλους, πίστη, Λατ. fides, fiducia, σε Ησίοδ., Θεόγν., Αττ.· με γεν. προσ., πίστη ή πεποίθηση σε κάποιον, σε Ευρ.· γενικά, πειθώ σ' ένα πράγμα, εμπιστοσύνη, βεβαιοτητα, σε Πίνδ., Αττ. 2. καλή πίστη, αξιοπιστία, αφοσίωση, ειλικρίνεια, Λατ. fides, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ. 3. με εμπορική σημασία, εμπορική πίστη, υπόληψη, πίστις τοσούτων χρημάτων ἐστί μοι παρά τινι, του έχω πιστώσει τόσα χρήματα, σε Δημ.· εἰς πίστιν διδόναι τί τινι, στον ίδ. 4. στη θεολογία, πίστη, δόγμα, αντίθ. προς την όραση και τη γνώση, σε Κ.Δ. II. αυτό που παρέχει εμπιστοσύνη· απ' όπου, 1. διαβεβαίωση, εχέγγυο καλής πίστης, εγγύηση, ενέχυρο, σε Σοφ., Ευρ.· πίστιν καὶ ὅρκια ποιεῖσθαι, κάνω συμφωνία ή συνθήκη ανταλλάσσοντας αμοιβαίες διαβεβαιώσεις και όρκους, σε Ηρόδ.· οὔτε πίστις οὔθ' ὅρκος μένει, σε Αριστοφ.· πίστιν διδόναι, παρέχω διαβεβαιώσεις, σε Ηρόδ.· πίστιν διδόναι καὶ λαμβάνειν, ανταλλάσσω διαβεβαιώσεις, σε Ξεν.· λέγεται για όρκο, θεῶνπίστεις ὀμνύναι, σε Θουκ.· πίστιν ἐπιτιθέναι ή προστιθέναι τινί, σε Δημ.· φόβων πίστις, βεβαίωση ενάντια στους φόβους, σε Ευρ. 2. μέσα πειθούς, συζήτηση, απόδειξη, όπως χρησιμοποιούνταν από τους ρήτορες, σε Πλάτ. κ.λπ.