Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πίπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πίπτω, συντετμ. τύπος από το πι-πέτω (αναδιπλ. από √ΠΕΤΕπικ. παρατ. πίπτον, μέλ. πεσοῦμαι, Ιων. γʹ ενικ. πεσέεται, πληθ. πεσέονται· αόρ. βʹ ἔπεσον, Αιολ. ἔπετον· παρακ. πέπτωκα, μεταγεν. επίσης πέπτηκα, Επικ. μτχ. πεπτεώς, -εῶτος, επίσης πεπτηώς, -ηυῖα, Αττ. ποιητ. μτχ. πεπτώς.
Α.
πέφτω, πέφτω κάτω, σε Όμηρ. κ.λπ.· πίπτειν εν κονίῃσιν, πέφτω στη σκόνη, δηλ. πέφτω και παραμένω ξαπλωμένος στο χώμα, σε Ομήρ. Ιλ.· πίπτω ἐν δεμνίοις, σε Ευρ. κ.λπ.· ή χωρίς το ἐν πεδίῳ πίπτειν, σε Ομήρ. Ιλ.· πίπτω δεμνίοις, σε Ευρ.· επίσης, πίπτω ἐπὶ χθονί, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ γᾷ, σε Σοφ.· πρὸς πέδῳ, σε Ευρ.· με πρόθ. που δηλώνει κίνηση, πίπτω ἐς πόντον, σε Ησίοδ.· ἐπὶ γᾶν, σε Αισχύλ.· πρὸς οὖδας, σε Ευρ. Β. Ειδικότερες χρήσεις: I. 1. πίπτειν ἔν τισι, πέφτω με βία πάνω σε, εφορμώ, ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας, σε Σοφ. 2. ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω κάτω, πρὸς βρέτη θεῶν, σε Αισχύλ.· ἀμφὶ γόνυ τινός, σε Ευρ. II. 1. πέφτω στη μάχη, πίπτε δὲ λαός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οἱ πεπτωκότες, οι έκπτωτοι, οι ξεπεσμένοι, σε Ξεν.· πίπτω δορί, από το δόρυ, σε Ευρ.· πίπτω ὑπό τινος, πέφτω από το χέρι άλλου, σε Ηρόδ. 2. πέφτω, καταστρέφομαι, ὁ Ξέρξεω στρατὸς αὐτὸς ὑπ' ἑωυτοῦ ἔπιπτε, Λατ. mole sua corruit, στον ίδ. 3. καταπέφτω, κοπάζω, εξασθενίζω, ἄνεμος πέσε, ο άνεμος έπεσε, κόπασε (ομοίως στο candunt austriτου Βιργ.), σε Ομήρ. Οδ. 4. πέφτω έξω, σε Πλάτ.· λέγεται για ένα δράμα, αποτυγχάνω, σε Αριστοφ. III. 1. ἐκ θυμοῦ πίπτειν τινί, πέφτω έξω από την εύνοια κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, πίπτω ἐξ ἐλπίδων, σε Ευρ.· αντιθέτως, πίπτω ἐς κακότητα, σε Θέογν.· εἰς νόσον, σε Αισχύλ.· φόβον, ἀνάγκας, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· επίσης, πίπτω ἐν φόβῳ, σε Ευρ.· πίπτω δυσπραξίας, σε Σοφ. 2. πίπτω εἰς ὕπνον, πέφτω για ύπνο, στον ίδ.· ή απλώς ὕπνῳ, σε Αισχύλ.· IV. 1. πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός, πέφτω ανάμεσα στα πόδια της, δηλ. γεννιέμαι, σε Ομήρ. Ιλ.V. 1. λέγεται για τα ζάρια, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι, θα θεωρήσω τις βολές του κυρίου μου καλές ή τυχερές, σε Αισχύλ.· ομοίως λέγεται για τους κλήρους, ὁ κλῆρος πίπτει τινί ή παρά τινα, σε Πλάτ.· ἐπί τινα, σε Κ.Δ. 2. γενικά, πέφτω, αποβαίνω, εὖ, καλῶς πίπτειν, είμαι τυχερός, σε Ευρ. κ.λπ. VI.υπάγομαι, ανήκω σε κάποια τάξη, σε Αριστ.