Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πίνω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πίνω[ῐ], Επικ. απαρ. πινέμεναι και -έμεν· Ιων. παρατ. πίνεσκον, μέλ. πίομαι· [ῐ], μεταγεν. πιοῦμαι, αόρ. βʹ ἔπιον, Επικ. πίον, βʹ ενικ. υποτ. πίῃσθα, προστ. πίε, Αττ. πῖθι, απαρ. πιεῖν, Επικ. πιέμεν, πιέειν, μτχ. πιών, πιοῦσαΜέσ., πίνομαι, επίσης πίομαιΠαθ., Επικ. παρατ. πίνετο· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από τη √ΠΟ, παρακ. πέπωκαΠαθ., μέλ. ποθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπόθην, απαρ. παρακ. πεπόσθαι· I. πίνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· πίνω ὕδωρ Αἰσήποιο, πίνω το νερό του, δηλ. ζω στις όχθες του, σε Ομήρ. Ιλ.· ή με γεν. διαιρ., πίνω από ένα πράγμα, πίνω οἴνοιο (όπως το Γαλλ. du vin), σε Ομήρ. Οδ.· αἵματος ὄφρα πίω, στο ίδ.· επίσης, πίνειν κρητῆρας οἴνοιο, πίνω κούπες με κρασί, σε Ομήρ. Ιλ.· πίνω ἀπὸ κρήνης, πίνω από πηγή, σε Θέογν.· δέπα, ἔνθεν ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· πίνω ἐκ ταὐτοῦ ποτηρίου, σε Αριστοφ.· ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ, σε Πλάτ.· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, σε Ξεν.· επίσης, σκῦφον ᾧπερ ἔπινον, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· πῖνε, πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς, σε Αριστοφ.· διδόναι πιεῖν, δίνω σε κάποιον να πιει, σε Ηρόδ.· πιεῖν αἰτεῖν, σε Ξεν.· στον παρακ. πέπωκα, είμαι μεθυσμένος, έχω μεθύσει, σε Ευρ.· αλλά, πίνοντά τεκαὶ πεπωκότα, πίνοντας και τελειώνοντας την πόση, σε Πλάτ. II. μεταφ., πίνω μέχρι την τελευταία σταγόνα, όπως η γη απορροφά το νερό της βροχής, σε Ηρόδ.· πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
πῐν-ώδης, -ες (πίνος, εἶδος), βρόμικος, ακάθαρτος, σε Ευρ.