LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πίμπρημι"
- πίμπρημι, στον ενεστ. και παρατ., όπως ἵστημι· προστ. πίμπρη, απαρ. πιμπράναι, παρατ. ἐπίμπρην· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από το πρήθω (το οποίο έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία, βλ. αυτ.), μέλ. πρήσω, αόρ. αʹ ἔπρησα, Επικ. πρῆσα, Επικ. γʹ ενικ. συντετμ. ἔπρεσε — Παθ., μέλ. πεπρήσομαι ή πρήσομαι, αόρ. αʹ ἐπρήσθην, παρακ. πέπρησμαι (από √ΠΡΑ)· καίω, κατακαίω, πυρός, με φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.· πυρί, σε Σοφ.· απόλ., σε Ησίοδ., Αισχύλ.