Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πίθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πίθος[ῐ], , 1. πιθάρι, πολύ μεγάλο είδος δοχείου για την αποθήκευση του κρασιού (πρβλ. ἀμφορεύς), σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για πήλινα σκεύη, πίθος κεράμινος, σε Ηρόδ.· καλυμμένος με καπάκι, σε Ησίοδ. 2. παροιμ., εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν, για το έργο των Δαναϊδών, δηλ. για ματαιοπονία, σε Ξεν.· επίσης, ἐκ πίθω ἀντλεῖς, δηλ. έχεις πολύ κρασί, «ζεις μέσα στη χλιδή», σε Θεόκρ.