LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πήλινος"
- πήλινος, -η, -ον (πηλός), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, Λατ. fictilis, οἱ πήλινοι, οι πήλινες κατασκευές, σε Δημ.