LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πήδημα"
- πήδημα, -ατος, τό, I. πήδημα, σκίρτημα, άλμα, σε Τραγ. II. χτύπημα ή παλμός της καρδιάς, τὸ μέλλον καρδία πήδημ' ἔχει, δηλ. χτυπά, πάλλεται με φοβερά προαισθήματα, σε Ευρ.