Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πήγνυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πήγνῡμι και -ύω, μέλ. -πήξω, Δωρ. πάξω· αόρ. αʹ ἔπηξα, Επικ. πῆξα, Δωρ. μτχ. πάξαιςΜέσ., μέλ. πήξομαι, αόρ. αʹ ἐπηξάμην, Παθ. μέλ. πᾰγήσομαι, αόρ. αʹ ἐπήχθην, Επικ. γʹ πληθ. πῆχθειν, Δωρ. υποτ. παχθῇ, μτχ. πηχθείς· συνηθέστ. αόρ. βʹ ἐπάγην [ᾰ], Επικ. πάγην, Επικ. γʹ πληθ. πάγεν, μτχ. παγείς, μτχ. παγείς· παρακ. πέπηγμαι, πέπηγα, γενικά χρησιμ. ως Παθ. παρακ.· υπερσ. ἐπεπήγειν.
Ριζική σημασία, κάνω κάτι στερεό, αμτβ. και Παθ., είμαι στερεός. I. 1. μπήγω ή στερεώνω, ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε (τὴν αἰχμήν), σε Ομήρ. Ιλ.· πήγνυμι ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν, σε Ομήρ. Οδ.· μπήγω στη γη, στηλώνω, καρφώνω, σε Σοφ.· σκηνὴν πήγνυμι, στήνω σκηνή, σε Πλάτ.· (ομοίως Μέσ., σκηνὰς πήξασθαι, στήνουν τις σκηνές τους, σε Ηρόδ.αμτβ. παρακ. και Παθ., δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει, το δόρυ χώθηκε σταθερά, σφιχτά στην καρδιά του, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀϊστοὶ πῆχθεν ἐν χροΐ, στο ίδ.· (ξίφος) πέπηγεν ἐν γῇ, σε Σοφ. 2. μπήγω ή χώνω, κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι πήγνυμι, μπήγω το κεφάλι σε πασσάλους, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.Παθ., πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσι, τα μέλη του σώματός τους σφηνώθηκαν σε σούβλα, σε Ευρ.· παγέντες, ανασκολοπισθέντες, σε Αισχύλ. 3. στερεώνω το βλέμμα πάνω σ' ένα αντικείμενο, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήγνυμι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄμματα πέπηγε πρός τι, σε Πλάτ. II. στερεώνω μαζί, συναρμολογώ, χτίζω, κατασκευάζω, νῆας πῆξαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως Μέσ., ἄμαξαν πήξασθαι, κατασκευάζω για τον εαυτό μου μια άμαξα, σε Ησίοδ. III. κάνω κάτι σταθερό, στερεό, σκληρό, λέγεται για υγρά, παγώνω, θεὸς πήγνυσι πᾶν ῥέεθρον, σε Αισχύλ.· ἔπηξε (ενν. ὁ Θεός) τοὺς ποταμούς, σε Αριστοφ.· αμτβ. παρακ. και Παθ., γίνομαι στερεός, σταθερός ή σκληρός, γοῦνα πήγνυται, τα μέλη γίνονται δύσκαμπτα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υγρά, καταψύχομαι, πήζω, παγώνω, σε Ηρόδ.· ἅλες πήγνυνται, το αλάτι κρυσταλλώνεται, στον ίδ.· κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος, δεν πάγωσε τόσο ώστε να αντέχει, σε Θουκ. IV. μεταφ., ορίζω, Λατ. pangere foedus, αμτβ. παρακ. και Παθ., είμαι στερεωμένος αμετάκλητα, είμαι εδραιωμένος, εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται, στον ίδ.· μὴ γὰρ ὡς Θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀθάνατα, σε Δημ.