Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέτρα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πέτρα, Ιων. και Επικ. πέτρη, , I. 1. πέτρα, ύφαλος ή προεξοχή από πέτρα, σε Ομήρ. Οδ. 2. βράχος, δηλ. κορυφή ή κορυφογραμμή, σε Όμηρ.· πέτρα σύνδρομοι ξυμπληγάδες, λέγεται για τις βραχώδεις νησίδες στον Βόσπορο, σε Πίνδ., Ευρ.· πέτραδίλοφος, λέγεται για τον Παρνασσό, σε Σοφ.· κυρίως πέτραλέγεται ο σταθερός βράχος, πέτρος ο λίθος, το πετράδι· στη θ. Ομήρ. Οδ., Πέτραι είναι όγκοι από κομμάτια βράχων που αποσπάστηκαν από τους γίγαντες. 3. πέτρη γλαφυρή, βαθουλωτή πέτρα, δηλ. σπηλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· δίστομος πέτρα, η σπηλιά σε βράχο με διπλή είσοδο, σε Σοφ. II. παροιμ. χρήσεις· σχετικά με το οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, βλ. δρῦς· ως σύμβολο της σταθερότητας, ὁ δ' ἐστάθη ἠΰτε πέτρη, σε Ομήρ. Οδ.· σχετικά με τη σκληροκαρδία λέγεται, ἐκπέτρας εἰργασμένος, σε Αισχύλ.
πετραῖος, , -ον, I. 1. αυτός που ανήκει σε βράχο, σε Ησίοδ.· αυτός που ζει πάνω ή ανάμεσα στα βράχια, σε Ομήρ. Οδ.· Νύμφαι πετραῖαι, Νύμφες των βράχων, σε Ευρ. 2. αυτός που προέρχεται από βράχο, βραχώδης, τάφος πετραῖος, σε Σοφ.· πετραῖος δειράς, λέπας, χθών, ἄντρα κ.λπ., σε Τραγ. II. Πετραῖος, επίθ. του Ποσειδώνα στη Θεσσαλία, ο οποίος διέσχισε τους βράχους των Τεμπών, σε Πίνδ.