Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέτομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πέτομαι, παρατ. ἐπετόμην, Επικ. πετ-, μέλ. πετήσομαι, συγκοπτ. πτήσομαι, αόρ. βʹ συγκοπτ. ἐπτόμην, πτέσθαι, πτόμενος, επίσης (όπως αν προερχόταν από το ἵπταμαι), ἐπτάμην, Επικ. πτάμην, πτάσθαι, πτάμενος, Επικ. υποτ. πτῆται, αντί πτᾶται· επίσης Ενεργ. αορ. βʹ ἔπτην, απαρ. πτῆναι, μτχ. πτάς (όπως αν προερχόταν από το ἵπτημιχρησιμ. επίσης ο ενεστ. πέταμαι· σε μεταγεν. συγγραφείς ἵπταμαι· I. πετώ, λέγεται για πτηνά, μέλισσες, κουνούπια κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· έπειτα λέγεται για βέλη, πέτρες, ακόντια κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης χρησιμ. για κάθε γρήγορη κίνηση, πετώ ανάμεσα, ορμώ, τρέχω, λέγεται για ανθρώπους, στο ίδ. κ.λπ. II. μεταφ., βρίσκομαι σε πτήση, πετάω, Λατ. volitare, λέγεται για αβέβαιες ελπίδες, σε Πίνδ., Σοφ.· χρησιμ. για ασθενείς και άστατους χαρακτήρες, σε Ευρ.· ὄρνις πετόμενος, πτηνό που πάντοτε πετά, σε Αριστοφ.· πετόμενόν τινα διώκεις, «καταδιώκεις μια πεταλούδα», σε Πλάτ.