LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πέταλον"
- πέτᾰλον, τό (πετάννυμι)· I. το φύλλο, συνήθως στον πληθ., σε Όμηρ.· ποιητ. νεικέων πέταλα, αντικρουόμενες ψήφοι (πρβλ. πεταλισμός), σε Πίνδ. II. φύλλο ή πλάκα μετάλλου, σε Λουκ.