Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πέσσω, Αττ. πέττω, μεταγεν. πέπτω (από αυτόν τον τύπο προέρχονται οι χρόνοι), μέλ. πέψω, αόρ. αʹ ἔπεψαΠαθ., μέλ. πεφθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπέφθην, Παθ. παρακ. πέπεμμαι, απαρ. πεπέφθαι· μαλακώνω, ωριμάζω ή μεταβάλλω με τα μέσα της θερμότητας· I. λέγεται για τον ήλιο, ωριμάζω τα φρούτα, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. πεπαίνω. II. λέγεται για την ενέργεια της φωτιάς, μαγειρεύω, παρασκευάζω, ψήνω, σε Ηρόδ. Αριστοφ.Παθ., σε Ηρόδ.Μέσ., πέσσεσθαι πέμματα, ψήνω γλυκίσματα, στον ίδ. III. 1. λέγεται για το στομάχι, χωνεύω, όπως Λατ. concoquere, σε Αριστ. 2. μεταφ., χόλον πέσσειν, υποτρέφω ή περιθάλπω την οργή κάποιου, Λατ. fovere, σε Ομήρ. Ιλ.· βέλος πέσσειν, περιποιούμαι το τραύμα κάποιου από βέλος, στο ίδ.· αλλά με θετική σημασία, γέρα πεσσέμεν, απολαμβάνω (τα έπαθλα), στο ίδ.· επίσης, ἀκίνδυνον αἰῶναπέσσειν, διάγω βίο ήσυχο και ασφαλή, σε Πίνδ.