Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέριξ"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
πέριξ, επιτετ. αντί περί, I. 1. ως πρόθ., γύρω από, ολόγυρα, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν. 2. με αιτ. σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ. II. ως επίρρ., γύρω, ολόγυρα, σε Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., πέριξ φρονεῖν, κυκλικά, σφαιρικά, σε Ευρ.
περι-ξεστός, , -όν, αυτός που έχει ξυστεί γύρω γύρω, σε Θεόκρ.
περι-ξέω, μέλ. -έσω, ξύνω, γυαλίζω ολόγυρα, σε Θεόκρ.
περι-ξῠράω, Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, ξυρίζω ολόγυρα, σε Ηρόδ.Παθ., περιεξυρημένος τὸν πώγωνα, είναι καλοξυρισμένος στο μούσι, στη γενειάδα, σε Λουκ.