Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέρας"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
πέρᾰς, -ᾰτος, τό (πέρα)· I. τέλος, όριο, σύνορο, ἐκ περάτων γῆς, σε Θουκ. II. 1. τέρμα, τέλος, οὐ πέρας ἔχων κακῶν, σε Ευρ.· πέρας ἐστὶ τοῦ βίου, θάνατος, σε Δημ. 2. τελειότητα, περάτωση, σε Λουκ. III. ως επίρρ. όπως το τέλος, ως το τέλος, επιτέλους, σε Αισχίν. κ.λπ.
περάσιμος[ᾱ], -ον (περάω), διαβατός, σε Πλούτ.
πέρᾱσις, (περάω), διάβαση, βίου πέρασις, πέρασμα από την ζωή στο θάνατο, σε Σοφ.
πέρασσα, Επικ. αντί ἐπέρᾰσα, αόρ. αʹ του περάω
Β.