Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέπων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πέπων-ον, γεν. -ονος· συγκρ. και υπερθ. πεπαίτερος, -τατος· I. λέγεται για φρούτο, ψημένος από τον ήλιο, ώριμος, μεστός, Λατ. mitis, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. II. μεταφ. στην κλητ. ως έκφραση τρυφερότητας, γλυκός, φιλικός, ὦ πέπον, καλέ μου φίλε, σε Ομήρ. Ιλ.· κριὲ πέπον, αγαπημένο μου κριάρι, σε Ομήρ. Οδ.· με αρνητική σημασία, μαλακός, αδύναμος, σε Ομήρ. Ιλ.· ὦ πέπονες, μαλθακά, ασθενικά πλάσματα, στο ίδ.· μόχθος πέπων, καταπραϋμένος πόνος, σε Σοφ. κ.λπ.· με δοτ., ἐχθροῖς πέπων, πράος προς τους εχθρούς, σε Αισχύλ.