LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πέπειρος"
- πέπειρος, -ον και -α, -ον, όπως το πέπων, 1. ώριμος, Λατ. maturus, σε Ανθ. 2. μεταφ., καταπραϋμένος, ὀργή, σε Σοφ.