Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέντε"

Βρέθηκαν 13 λήμματα [1 - 13]
πέντε, Αιολ. πέμπε, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, πέντε, σε Όμηρ. κ.λπ.
πεντε-καί-δέκα, οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, δεκαπέντε, σε Ηρόδ. κ.λπ.
πεντεκαιδεκᾰ-νᾱΐα, (ναῦς), μοίρα απο δεκαπέντε πλοία, σε Δημ.
πεντεκαιδεκᾰ-τάλαντος, -ον, αυτός που αξίζει δεκαπέντε τάλαντα, σε Δημ.
πεντε-και-δέκᾰτος, , -ον, ο δέκατος πέμπτος, σε Κ.Δ.
πεντεκαιπεντηκοντα-ετής, -ές ή -έτης, -ες, αυτός που είναι είκοσι πέντε ετών στην ηλικία, σε Πλάτ.
πεντ-επι-και-δέκᾰτος, , -ον, ποιητ. αντί πεντεκαιδέκατος, σε Ανθ.
πεντε-σύριγγος[ῡ], -ον (σῦριγξ), αυτός που έχει πέντε τρύπες, ξύλον πεντεσύριγγον, πάσσαλος για βασανισμό με πέντε οπές από τις οποίες περνούσαν το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια των εγκληματιών, σε Αριστοφ.
πεντε-τάλαντος[ᾰ], -ον (τάλαντον), αυτός που έχει αξία ή αποτελείται από πέντε τάλαντα, σε Δημ.· πεντετάλαντος δίκη, δίκη για την επιστροφή πέντε ταλάντων, σε Αριστοφ.
πεντ-ετηρικός, , -όν, αυτός που συμβαίνει κάθε πέντε χρόνια, πενταετής, σε Στράβ.
πεντ-ετηρίς, -ίδος, (ἔτος), I. διάστημα πέντε χρόνων, Λατ. quinquennium, διὰ πεντετηρίδος, κάθε πέντε χρόνια, σε Ηρόδ. II. γιορτή που τελείται κάθε πέντε χρόνια, στον ίδ., Θουκ.
πεντ-έτης, -ες (ἔτος), αυτός που αποτελείται από πέντε χρόνια, σπονδαί, σε Αριστοφ.
πεντε-τριάζομαι, αποθ., κυριεύω πέντε φορές, σε Ανθ.