Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πένθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πένθος, -εος, τό, I. θλίψη, μελαγχολία, στενοχώρια, σε Όμηρ. κ.λπ.· τινός, για κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· ιδίως λέγεται για εξωτερικά σημεία θλίψης, μοιρολόγημα του νεκρού, σε Όμηρ. κ.λπ.· πένθος ποιήσασθαι, δημόσιος πένθος, σε Ηρόδ. II. δυστυχία, σε Ηρόδ., Πίνδ. III. λέγεται για πρόσωπα, δυστυχία, σε Σοφ. (σχετίζεται με το πάθος, όπως το βένθος με το βάθος).