Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πένης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πένης, -ητος, (πένομαιI. αυτός που δουλεύει για το καθημερινό ψωμί του, μεροκαματιάρης, φτωχός άνθρωπος, που διακρίνεται από τον πτωχόν (ζητιάνος), σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. II. ως επίθ. λέγεται για φτωχό άνθρωπο, δόμος, σε Ευρ.· ἐν πένητι σώματι, στον ίδ.· με γεν., πένης χρημάτων, φτωχός από χρήματα, στον ίδ.· πένης φίλων, σε Πλάτ.· συγκρ. πενέστερος, σε Ξεν.· υπερθ. πενέστατος, σε Δημ.