Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέμπω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πέμπω, Επικ. απαρ. -έμεναι, -έμεν· Ιων. παρατ. πέμπεσκε· μέλ. πέμψω, Δωρ. πεμψῶ, Επικ. απαρ. πεμψέμεναι, αόρ. αʹ ἔπεμψε, Επικ. πέμψα· παρακ. πέπομφα· γʹ ενικ. υπερσ. ἐπεπόμφει, Ιων. -έεΜέσ., μέλ. πέμψομαι, αόρ. αʹ ἐπεμψάμηνΠαθ., μέλ. πεμφθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπέμφθην· γʹ ενικ. παρακ. πέπεμπτται, μτχ. πεπεμμένος·
Α. I.
στέλνω, αποστέλλω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για πλοίο, μεταφέρω, μεταβιβάζω, σε Ομήρ. Οδ.· με διπλή αιτ., ὁδὸν πέμπω τινά, οδηγώ κάποιον στο δρόμο του, σε Σοφ. II. 1. στέλνω μπροστά ή μακριά, διώχνω, όπως το ἀποπέμπω, στέλνω στο σπίτι, σε Όμηρ.· χρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν, «σα βρίσκεται σιμά σου, φίλευέ τον, αν πάλι θέλει να φύγει, καλοπροβόδιζέ τον», σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για βλήματα, εκπυρσοκροτώ, πυροβολώ μπροστά, σε Ησίοδ. 3. λέγεται για λέξεις, αποδίδω, προφέρω, σε Αισχύλ., Σοφ. III. οδηγώ πομπή, συνοδεύω, Λατ. deduco, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ πέμπων, απόλ. λέγεται για τον Ερμή, σε Σοφ.· πομπὴν πέμπειν, οδηγώ πομπή, σε Ηρόδ., Θουκ.· πέμπω χορούς, σε Ευρ., Ξεν.· στην Παθ., πέμπεσθαι Διονύσῳ, οδηγούμαι σε πομπή προς τιμήν κάποιου, σε Ηρόδ. IV. στέλνω με κάποιον, δίνω ως εφόδια για το ταξίδι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. V. όπως το ἀναπέμπω, προωθώ, παράγω, σε Σοφ. Β. στη Μέσ., πέμπεσθαί τινα = μεταπέμπεσθαι, στέλνω να φωνάξουν κάποιον, σε Σοφ., Ευρ. II. στέλνω για λογαριασμό κάποιου, στην υπηρεσία του ή ενεργώ ώστε να σταλεί κάποιος, σε Σοφ.
πεμπ-ώβολον, τό (πέμπε, ὀβελός), πηρούνια με πέντε δόντια για να ανακατεύει τη θυσιαστήρια πυρά, σε Όμηρ.