Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέλω"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
πελῶ, Αττ. μέλ. του πελάζω.
πέλω και πέλομαι, μόνο στον ενεστ. και παρατ.· Ενεργ. κυρίως στον γʹ ενικ. του ενεστ. πέλει, Επικ. παρατ. πέλεν, συγκοπτ. με αύξηση ἔπλεν· σπανίως σε άλλα πρόσωπα, ἔπελες, πέλες. Δωρ. αʹ πληθ. πέλομες, γʹ πληθ. πέλοντι· θηλ. μτχ. πέλουσα. Ακόμα πιο συνηθισμένο ως αποθ. με την ίδια σημασία, πέλομαι, πέλει, πέλεται, πελόμεσθα, πέλονται· παρατ. συγκοπτ. βʹ ἔπλεο, συνηρ. ἔπλευ, ἔπλετο, πέλοντο· Ιων. βʹ ενικ. πελέσκεο· προστ. πέλευ· υποτ. πέληται, -ώμεθα, -ωνται· ευκτ. πέλοιτο. I. Αρχική σημασία, είμαι σε κίνηση, εμφανίζεται στον Όμηρ.· κλαγγὴ πέλει οὐρανόθι πρό, η κραυγή ξεσηκώνεται, ανεβαίνει στον ουρανό, σε Ομήρ. Ιλ.· τῷ δεκάτῃ πέλεν ἠώς, σ' αυτόν ήρθε το δέκατο πρωινό, σε Ομήρ. Οδ.· γῆρας καὶ θάνατος, ἐπ' ἀνθρώποισι πέλονται, τα γεράματα και ο θάνατος έρχονται πάνω στους ανθρώπους, στο ίδ.· αυτή η σημασία της κίνησης είναι φάνερη στις σύνθετες μετοχές ἐπιπλόμενος, περιπλόμενος. II. συνήθως, είμαι, σε Όμηρ.· αλλά γενικά έχοντας τη σημασία της συνέχειας, συνηθισμένος να είμαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ο παρατ. έχει ενεστ. σημασία, ὀϊζυρὸς ἔπλεο, προορισμένος για να είσαι δηλ. είσαι, στο ίδ.
πέλωρ, τό, οιωνός, τερατούργημα, τέρας, μόνο στην ονομ. και αιτ., λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη Σκύλλα, στο ίδ.· αλλά ακόμα και για τον Ήφαιστο, σε Ομήρ. Ιλ.
πελώριος, -ον όπως πέλωρος, γιγάντιος, σε Όμηρ.· λέγεται για πράγματα, τεράστιος, ἔγχος, λᾶας, κύματα, στον ίδ.· τὰ πρὶν πελώρια, τα μεγάλα πράγματα ή οι πανίσχυροι άνθρωποι, λέγεται για την παλιά εποχή, σε Αισχύλ.
πέλωρον, τό, = πέλωρ, τέρας, τερατούργημα, παράδοξο τέρας,, λέγεται για τη Γοργόνα, σε Όμηρ.· λέγεται για μεγάλο ελάφι, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τα ζώα που μεταμορφώθηκαν από την Κίρκη, στο ίδ.· πέλωρα θεῶν, οιωνός σταλμένος από τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.
πέλωρος, , -ον και -ος, -ον (πέλωρ), τερατώδης, πελώριος, τεράστιος, γιγάντιος, με παράλληλη έννοια της απέχθειας προς αυτό, όπως το πελώριος, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., πέλωρα βιβᾷ, κάνει πελώρια βήματα, σε Ύμν. στον Ερμή.