Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέλεκυς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πέλεκῠς, -εως Ιων. -εος, · δοτ. πληθ. πελέκεσι, Επικ. πελέκεσσι· 1. τσεκούρι με δύο άκρες για υλοτομικές εργασίες, αντίθ. προς το ἡμιπέλεκον, σε Όμηρ., Ξεν. 2. ιερός πέλεκυς, σε Όμηρ. Το ότι δεν ήταν κυρίως όπλο μάχης φαίνεται από τη φράση, οὐ δόρασι μάχεσθαι, ἀλλὰ καὶ πελέκεσι, μάχομαι όχι μόνο με δόρατα, αλλά και με κοινούς πέλεκεις, δηλ. με όλες τις δυνάμεις, σε Ηρόδ. 3. στους Χαρακτ. του Θεοφρ. πέλεκυς, ως παιδικό παρωνύμιο (παρατσούκλι), φαίνεται να σήμαινε «κοφτερή λεπίδα, ξυράφι».