LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πέλεια"
- πέλεια, ἡ (πελός)· I. άγριο περιστέρι, «πέτρινο» περιστέρι, καλείται έτσι από το σκούρο χρώμα του, σε Ομηρ., Σοφ. II. πέλειαι, αἱ, όνομα ιερειών-προφητισσών, πιθ. από τα προφητικά περιστέρια της Δωδώνης, σε Ηρόδ.
- πελειάς, -άδος, ἡ, I. = πέλεια, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. II. = το προηγ. II, σε Σοφ.