Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέλας"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
πέλᾰς, επίρρ., I. 1. κοντά, πλησίον, κοντινά, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ. 2. όπως το ἐγγύς, με δοτ., σε Πίνδ., Αισχύλ. 3. απόλ., χριμφθεὶς πέλας, σε Ομήρ. Οδ.· πέλας στείχειν, παρεῖναι, στῆναι, σε Τραγ. II. οἱ πέλας (ενν. ὄντες), οι γείτονες κάποιου, σε Θουκ. κ.λπ.· απ' όπου, οι συνάνθρωποι, ολόκληρη η ανθρωπότητα, σε Ηρόδ., Τραγ.· στον ενικ., ὁ πέλας, γείτονας κάποιου, συνάνθρωπος, οποιοσδήποτε άνθρωπος, σε Ηρόδ., Ευρ.
πελᾰσαίατο, Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. Μέσ. αορ. αʹ του πελάζω.
Πελασγός, , Πελασγός, σε Ομήρ. Ιλ.· οι Πελασγοί εμφανίζονται ως σύμμαχοι των Τρώων· στην Ομήρ. Οδ. ακούμε γι' αυτούς στην Κρήτη· αλλά στην Ομήρ. Ιλ., ο Αχιλλέας προσεύχεται στο Δωδωναίο Δία ως Πελασγό· Τὸ Πελασγικὸν Ἄργος, ήταν το Θεσσαλικό Άργος, η αρχική έδρα των Ελλήνων· ο Ηρόδ. τους αντιπαραθέτει με τους Έλληνες· αλλά ο όρος Πελασγοί χρησιμοποιείται για τους Έλληνες στον Ευρ., όπως και στον Βιργ. Απ' όπου, επίθ. Πελασγικός, , -όν, θεσσαλικός, έπειτα αντί του αργείτικος, σε Ευρ.· ομοίως, Πελάσγιος, , -ον, σε Αισχύλ., Ευρ.· Πελασγιῶται, οἱ, Πελασγιώτες (στη Θεσσαλία), σε Στράβ.· θηλ. επίθ. Πελασγίς, -ίδος, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).