Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πέλαγος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πέλᾰγος, -εος, τό, γεν. πληθ. πελαγέων, πελαγῶν· Επικ. δοτ. πληθ. πελάγεσσι· I. θάλασσα, ιδίως η μεγάλη θάλασσα, ανοιχτή θάλασσα, πέλαγος, ωκεανός, Λατ. pelagus, σε Όμηρ. κ.λπ.· συνάπτεται με άλλες λέξεις που δηλώνουν θάλασσα, ἁλὸς ἐν πελάγεσσιν, (πρβλ. aequora ponti), σε Ομήρ. Οδ.· πόντιον πέλαγος ή πόντου πέλαγος, σε Πίνδ.· ἄλς πελαγία, σε Αισχύλ.· ἅλιον πέλαγος, σε Ευρ.· συχνά λέγεται για τμήματα της θάλασσας, Αἰγαῖον πέλαγος, σε Αισχύλ.· ἐκ μεγάλων πελαγῶν, τοῦ τε Τυρσηνικοῦ καὶ τοῦ Σικελικοῦ, σε Θουκ. II. μεταφ., λέγεται για κάθε τεράστια ποσότητα, πέλαγος κακῶν, θάλασσα από συμφορές, σε Αισχύλ.· πέλαγος δύης, στον ίδ.· εἰς τὸ πέλαγος τῶν λόγων, σε Πλάτ.· επίσης λέγεται για φοβερές δυσκολίες, σε Σοφ.