LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πέδον"
- πέδον, -ου, τό (πούς)· 1. έδαφος, γη, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.· πέδῳ πεσεῖν, πέφτω πάνω στο έδαφος, στη γη, σε Αισχύλ.· ομοίως, ῥίπτειν πέδῳ, σε Ευρ. 2. = πεδίον, σε Σοφ., Αριστοφ.
- πέδονδε, επίρρ., 1. προς το έδαφος, προς τη γη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. 2. στην πεδιάδα, σε Ομήρ. Οδ.

