LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πέδη"
- πέδη, ἡ (πέζα)· I. ποδοπέδη, Λατ. pedica, compes, κυρίως στον πληθ., ποδοπέδες, αλυσίδες, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πεδέων (Ιων.) ζεῦγος, ζευγάρι δεσμών, σε Ηρόδ.· μεταφ., πέδαι ἀχάλκευτοι, δεσμά από σίδερο, λέγεται για το ένδυμα μέσα στο οποίο μπερδεύτηκε ο Αγαμέμνονας, σε Αισχύλ. II. τρόπος εξημέρωσης του αλόγου, σε Ξεν.
- πεδητής, -οῦ, ὁ (πεδάω), αυτός που δημιουργεί εμπόδια, σε Ανθ.
- πεδήτης, -ου, ὁ (πεδάομαι), δεσμώτης, φυλακισμένος, σε Λουκ.