Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πάτρα"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
πάτρᾰ, Ιων. πάτρη, (πατήρ),· I. η πατρική γη κάποιου, η γη της χώρας του, πατρίδα, γενέτειρα, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· το πατρίς ήταν ο συνηθισμένος τύπος στους πεζογράφους. II. πατρότητα, καταγωγή από τον ίδιο πατέρα, ὁμὸν γένος ἤδ' ἴα πάτρη, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα = πατριά II, σόι, γενιά, οίκος, Λατ. gens, σε Πίνδ.
πατρ-άδελφος, = πάτρως, σε Δημ.
πάτρᾱθε, Δωρ. επίρρ. αντί πάτρηθε.
Πάτραι, -ῶν, αἱ, πόλη της Αχαΐας, η νυν αποκαλούμενη Πάτρα, σε Θουκ. κ.λπ.· Πατρέες, οἱ, κάτοικοι της πόλης, σε Ηρόδ.
πατρ-ᾰλοίας, γεν. και -ου, , κλητ. -ἀλοῖα (ἀλοιάω)· αυτός που σκοτώνει τον πατέρα του, πατροκτόνος, σε Αριστοφ. κ.λπ.