Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πάτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πάτος, , περπατημένος ή ποδοπατημένος δρόμος, μονοπάτι, σε Όμηρ.· μεταφ., ἔξω πάτου, έξω από τον δρόμο, σε Λουκ.