LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πάσσαλος"
- πάσσᾰλος, Αττ. πάττ-, ὁ· Επικ. γεν. πασσαλόφι· (πήγνυμι)· I. πάσσαλος, παλούκι στο οποίο κρέμωνται ρούχα, όπλα, κ.τλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, στο ίδ. II. στοματοδιαστολέας, φίμωτρο, σε Αριστοφ.