Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πάρος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πάρος, επίρρ.,
Α. I. 1.
λέγεται για χρόνο, παλαιότερα, άλλοτε, κάποτε, σε Όμηρ., Τραγ.· θεοὶοἱ πάρος, σε Αισχύλ.· τά τε πάρος τά τ' εἰσέπειτα, σε Σοφ. κ.λπ. 2. όπως το πρίν, προηγουμένως, Λατ. priusquam, με απαρ., πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι, σε Ομήρ. Ιλ. 3. πρότερο του πρίν γε, πάρος δ' οὐκ ἔσσεται ἄλλως πρίν γε..., όχι ακόμα, στο ίδ. 4. πριν από την ώρα, πολύ σύντομα, στο ίδ. 5. περισσότερο, συντομότερα, στο ίδ. II. σπανίως λέγεται για τόπο, σοὶ βαδιστέον πάρος, σε Σοφ. Β. Πρόθ., ποιητ. = πρό, I. λέγεται για τόπο, ενώπιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ., Ευρ. II. λέγεται για χρόνο, θανεῖν πάρος τέκνων, σε Ευρ. III. 1. Ενεργ., μπροστά, υπεράνω, μάλλον, στον ίδ. 2. για, αντί, ἀδελφῶν πάρος θανεῖν, στον ίδ.
Πάρος[ᾰ], , Πάρος, νησί των Κυκλάδων, γνωστή για το λευκό της μάρμαρο, σε Ομηρ. Ύμν.· επίθ. Πάριος, , -ον, Πάριος λίθος, το Παριανό μάρμαρο, σε Πίνδ., Ηρόδ.