LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πάομαι"
- *πάομαι, μέλ. πάσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐπᾱσάμην· αποθ., κατέχω, αποκτώ, Λατ. potior, πᾱσάμενος ἐπίτασσε, όταν έχεις δούλους, να τους διατάζεις, σε Θεόκρ.· κυρίως σε παρακ. πέπᾱμαι = κέκτημαι, κατέχω, σε Πίνδ., Ευρ., Αριστοφ., γʹ πληθ. πέπανται, σε Ξεν.· απαρ. πεπᾶσθαι, σε Σόλωνα, Ευρ.· μτχ. πεπᾱμένος, σε Αισχύλ., Ξεν.· υπερσ. ἐπεπάμην, σε Ξεν. (οι τύποι ἐπᾱσάμην, πέπᾱμαι δεν πρέπει να συγχέονται με τα ἐπᾰσάμην, πέπασμαι από το πατέομαι, τρώω).