Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πάλιν"

Βρέθηκαν 26 λήμματα [1 - 20]
πάλιν[ᾰ], επίρρ.: I. 1. λέγεται για τόπο, πίσω, προς τα πίσω, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· πάλιν χωρέειν, σε Ηρόδ.· πάλιν ἔρχεσθαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, πάλιν δοῦναι, δίνω πίσω, επιστρέφω, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., πάλιντράπεθ' υἷος ἑοῖο, γύρισε πίσω από το γιο της, σε Ομήρ. Ιλ.· πάλινκίε θυγατέρος ἧς, στο ίδ.· επίσης, πάλιν αὖτις, πίσω ξανά, αὖτε πάλιν, ἄψ πάλιν, πάλιν ὀπίσσω κ.λπ. 2. με σημασία αμφισβήτησης, πάλιν ἐρεῖν, αντιτίθεμαι (δηλ. μιλώ αντίθετα), σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά, μῦθον πάλιν λάζεσθαι, παίρνω πίσω τα λόγια μου, ανακαλώ αυτά, στο ίδ.· αντίθ. προς ἀληθέα εἰπεῖν, σε Ομήρ. Οδ.· στον πεζό λόγο, αντιθέτως, σε Πλάτ.· με γεν., τὸ πάλιν νεότητος, το αντίθετο της νεολαίας, σε Πίνδ.· χρόνου τὸ πάλιν, η μεταβολή του χρόνου, σε Ευρ. II. λέγεται για χρόνο, πάλι, μια φορά ακόμα, εκ νέου, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως, αὖθις πάλιν, πάλιν αὖθις, αὖ πάλιν, πάλιν αὖ, αὖ πάλιν αὖθις, αὖθις αὖ πάλιν, σε Αττ. III. πάλι, σε σειρά, διαδοχικά, επάλληλα, σε Σοφ.
πᾰλῐν-άγρετος, -ον (ἀγρέω), αυτός που στέλνεται πίσω ή ανακαλείται, ἔπος οὐ παλινάγρετον, αμετάκλητος λόγος, σε Ομήρ. Ιλ.
πᾰλῐν-αυξής, -ές (αὔξω), αυτός που αυξάνεται από την αρχή, σε Ανθ.
πᾰλῐν-αυτόμολος, , δύο φορές λιποτάκτης, σε Ξεν.
πᾰλιν-δῐκία, δεύτερη πράξη, δεύτερη δίκη, σε Πλούτ.
πᾰλιν-δίνητος[ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται μπρος και πίσω, σε Ανθ.
πᾰλινδρομέω, τρέχω πάλι προς τα πίσω, λέγεται για πλοίο, σε Πλούτ.
πᾰλινδρομία, , τρέξιμο προς τα πίσω ή σε ανάποδη πορεία, σε Ανθ.
πᾰλινδρομικός, , -όν, αυτός που έχει κατεύθυνση προς τα πίσω, λέγεται για την παλίρροια, σε Στράβ.
πᾰλίν-δρομος, -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει ξανά πίσω, σε Λουκ.
πᾰλῐ-νηνεμία, , ησυχία που επιστρέφει, σε Ανθ.
πᾰλῐν-όρμενος, , -ον, ορμώμενος προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.
πᾰλίν-ορσος, -ον (ὄρνυμι), αυτός που τινάσσεται προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., πίσω ξανά, σε Ανθ.· στην Αττ., παλίνορρον, με τίναγμα προς τα πίσω, σε Αριστοφ.
πᾰλίν-ορτος, -ον, = παλίνορσος, ορμώμενος ξανά, βαθιά ριζωμένος, πάγιος, μόνιμα αθεράπευτος, περίπου ίδιο με το παλίγ-κοτος, σε Αισχύλ.
πᾰλίν-σκιος ή παλί-σκιος, -ον, αυτός που σκιάζεται ξανά από παντού, που έχει πυκνή φυλλωσιά, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.
παλιν-σκοπιά, , κοίταγμα ξανά προς τα πίσω· με αιτ. ως επίρρ., προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Ευρ.
παλίν-σοος, -ον, ασφαλής ξανά, καλυμμένος από την αρχή, σε Ανθ.
πᾰλιν-στομέω, ξεστομίζω κακά προμαντεύματα, ανακοινώνω άσχημους οιωνούς, σε Αισχύλ.
πᾰλίν-τῐτος, -ον (τίνω) όπως το ἄντιτος, τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ομήρ. Οδ.
πᾰλίν-τονος, -ον (τείνω), 1. αυτός που τείνει προς τα πίσω, αυτός που γέρνει προς τα πίσω, επίθ. που λέγεται για το τόξο, σε Όμηρ. Δηλώνει τη μορφή του ομηρ. τόξου, το οποίο όταν του βγάζουν τη χορδή, τείνει προς μια κατεύθυνση αντίθετη από αυτή που παίρνει όταν πρωτοτεντώνεται. 2. ἡνίαι παλίντονοι, ηνία που τεντώνονται προς τα πίσω, σε Αριστοφ.