Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πάθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πάθος[ᾰ], -εος, τό (παθεῖνI. 1. οτιδήποτε συμβαίνει σε κάποιον, περιστατικό, ατύχημα, σε Ηρόδ., Σοφ. 2. ό,τι έχει πάθει κάποιος, η εμπειρία κάποιου, σε Αισχύλ.· στον πληθ., σε Πλάτ.· συνήθως με αρνητική σημασία, πάθημα, δυστύχημα, συμφορά, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ἀνήκεστον πάθος ἔρδειν, διαπράττω ανεπανόρθωτο σφάλμα, σε Ηρόδ. II. λέγεται για την ψυχή, πάθος, συναίσθημα, όπως είναι η αγάπη, το μίσος κ.λπ., σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. III. οποιαδήποτε παθητική κατάσταση, συνθήκη, σε Πλάτ.· στον πληθ., γεγονότα ή αλλαγές στις οποίες υπόκεινται τα πράγματα, τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν πάθη, στον ίδ. κ.λπ. IV.παθητικός τρόπος έκφρασης, συγκινησιακός, περιπαθής τρόπος, πάθος, σε Αριστ.