LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πάγη"
- πάγη[ᾰ], ἡ (πήγνυμι)· 1. οτιδήποτε μπήγεται ή συγκρατεί, βρόχος, θηλειά, παγίδα, σε Ηρόδ.· δίχτυ για σύλληψη πουλιών, σε Ξεν. 2. μεταφ., παγίδα, δόλος, σε Αισχύλ.
- πᾰγῆναι, απαρ. Παθ. αορ. του πήγνυμι.