Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οὖς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
οὖς, τό, γεν. ὠτός, δοτ. ὠτί· ονομ. και αιτ. πληθ. ὦτα, γεν. ὤτων, δοτ. ὠσί· Επικ. γεν. οὔατος, ονομ. και αιτ. πληθ. οὔατα, δοτ. οὔασι· Λατ. auris I. αυτί, σε Όμηρ.· ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα, λέγεται για άλογα, σε Ηρόδ.· βοᾷ ἐν ὠσὶ κέλαδος, ηχεί, κουδουνίζει μέσα στο αυτί, σε Αισχύλ.· φθόγγος βάλλει δι'ὤτων, σε Σοφ.· δι' ὤτων ἦν λόγος, ακούω σε γενικές γραμμές, σε Ευρ.· εἰς οὖς, στο αυτί, μυστικά, στον ίδ.· ομοίως, εἰς ὦτα φέρειν, σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για κατασκόπους, σε Ξεν.· τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες, λέγεται για πρόσωπα που απομακρύνονται ντροπιασμένα (κρεμώντας τα αυτιά τους ως σκυλιά), σε Πλάτ.· λέγεται για αθλητές που έχουν τα αυτιά τους μελανιασμένα και πρησμένα, από τις γροθιές, τεθλαγμένος οὔατα πυγμαῖς, σε Θεόκρ. II. χερούλι σε σχήμα αυτιού, λέγεται για κανάτια, κύπελα κ.λπ.· οὔατα δ' αὐτοῦ τέσσαρ' ἔσαν, σε Ομήρ. Ιλ.
οὐσία, Ιων. -ίη, (οὖσα, θηλ. μτχ. του εἰμί), I. αυτό το οποίο ανήκει σε κάποιον, η οντότητα κάποιου, περιουσία, σε Ηρόδ., Ευρ. II. = τὸ εἶναι, η ύπαρξη, σε Πλάτ.· τὰς ἄπαιδας οὐσίας, η κατάσταση της ατεκνίας, το να μην έχει κάποιος παιδιά, σε Σοφ. III. ύπαρξη, ουσία, φύση ενός πράγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.