Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οὖρος"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
οὐρός, -οῦ, , αυλάκι ή διώρυγα για τη ρυμούλκηση πλοίων και έπειτα για την εκ νέου καθέλκυσή τους, σε Ομήρ. Ιλ.
οὖρος (Α), , 1. ευνοϊκός, ούριος άνεμος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἡμῖν δ' αὖ κατόπισθε νεὼς οὖρον ἵει, σε Ομήρ. Οδ.· πέμψω δέ τοι οὖρον ὄπισθεν, στο ίδ.· ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν, οι θεοί μετέστρεψαν ξανά τον άνεμο σε ευνοϊκό, στο ίδ.· πέμπειν κατ' οὖρον, στέλνω με τον άνεμο, επιταχύνω, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· ομοίως, μεταφ., ἴτωκατ' οὖρον, ας το πάρει ο άνεμος, ας καταστραφεί, σε Αισχύλ.· ταῦταμὲν ῥείτω κατ' οὖρον, άστα να τα παρασύρει ο άνεμος, σε Σοφ. 2. οὖρός (ἐστι), όπως το καιρός, είναι η κατάλληλη στιγμή, στο ίδ.· ἐγένετό τις οὖρος ἐκ κακῶν, σε Ευρ.
οὖρος (Β), -ου, , επιστάτης, φύλακας, φρουρός, σε Όμηρ., Πίνδ. (από την ίδια ρίζα με το ὁράω και ὤρα, Λατ. cura).
οὖρος (Γ), -ου, , Ιων. αντί ὅρος, όριο, σύνορο.
οὖρος (Δ), -ου, , Λατ. urus, μεγαλόσωμο άγριο βόδι, βουβάλι, σε Ανθ.