LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οὖρον"
- οὖρον, τό, ούρο, ούρα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
- οὖρον, τό, Ιων. αντί ὅρος, όριο, σύνορο· χρησιμ. από τον Όμηρ. σε τρία χωρία, δηλ. ὅσα δίσκου οὖρα πέλονται, όσο είναι το όριο ή το διάστημα που διάνυσε ο δίσκος μετά τη ρίψη του (πρβλ. δίσκουρα), σε Ομήρ. Ιλ.· ὅσσον τ' ἐπὶ οὖρα πέλονται ἡμιόνων, όσο μεγάλη είναι η περιοχή που οργώνουν τα μουλάρια, στο ίδ.· και ομοίως, πληρέστερα, ὅσσον τ' οὖρον πέλει ἡμιόνοιϊν, τόσον ὑπεκπροθέων, σε Ομήρ. Οδ.· αβέβαιη η απόσταση που οργώνουν τα μουλάρια· συνήθως πρόκειται για την απόσταση στην οποία τα μουλάρια θα ξεπερνούσαν τα βόδια κατά το όργωμα ίδιας έκτασης στην ίδια χρονική στιγμή.