Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οὖλος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
οὖλος, , -ον (Α), Ιων. τύπος του ὅλος, ολόκληρος, πλήρης, ακέραιος, εντελής, βλ. ὅλος· λέγεται για ήχο, συνεχής, ασταμάτητος, οὖλον κεκλήγοντες, κραυγάζοντας ασταμάτητα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, οὖλον γεράνων νέφος, σε Ανθ.
οὖλος, , -ον (Β), 1. μαλλιαρός, μάλλινος, σε Όμηρ.· οὔλη λάχνη, χοντρό, χνουδωτό μαλλί, σε Ομήρ. Ιλ.· οὖλαι κόμαι, κατσαρά, πολύ σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.· οὐλότατον τρίχωμα, λέγεται για μαλλιά νέγρων, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για φυτά, αυτά που υψώνονται περιελισσόμενα, που αναπτύσσονται σπειροειδώς, σε Ανθ.· γενικά, περιεστραμμένος, ελικοειδής, σπειροειδής, περιελισσόμενος, οὖλα σκέλη, σε χωρίο παρ' Αριστ.
οὖλος, , -ον (Γ), = ὀλοός, ολέθριος, καταστροφικός, μοιραίος, σε Ομήρ. Ιλ.