Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οὐσία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
οὐσία, Ιων. -ίη, (οὖσα, θηλ. μτχ. του εἰμί), I. αυτό το οποίο ανήκει σε κάποιον, η οντότητα κάποιου, περιουσία, σε Ηρόδ., Ευρ. II. = τὸ εἶναι, η ύπαρξη, σε Πλάτ.· τὰς ἄπαιδας οὐσίας, η κατάσταση της ατεκνίας, το να μην έχει κάποιος παιδιά, σε Σοφ. III. ύπαρξη, ουσία, φύση ενός πράγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.