Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οὐρανός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
οὐρανός, , Δωρ. ὠρανός, Αιολ. ὀρανός· μόνο στον ενικ. I. ουρανός, σε Όμηρ., Ησίοδ. 1. ο θόλος του ουρανού ή το ουράνιο στερέωμα, αιθέρες, νοούμενα ως ένα κοίλο ημισφαίριο που στηριζόταν στα κράσπεδα της γης και υψωνόταν από τις Ηράκλειες Στήλες, τις Στήλες του Άτλαντα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· θεωρούνταν ότι αποτελείται από συμπαγές μέταλλο, χάλκεος, πολύχαλκος, σιδήρεος, σε Όμηρ.· στον θόλο αυτό διέγραφε την τροχιά του ο ήλιος, σε Ομήρ. Οδ.· επάνω του ήταν στερεωμένα τα αστέρια και κινούνταν μαζί μ' αυτόν, γιατί θεωρούνταν ότι περιστρεφόταν διαρκώς, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ο ουρανός ως έδρα των θεών, πάνω από τον ουράνιο θόλο, η μερίδα του Δία, σε Όμηρ.· πύλαι οὐρανοῦ, οι Πύλες του Ουρανού, πυκνό νέφος το οποίο οι Ώρες ανασήκωναν και επέθεταν σα να ήταν καταπακτή, σε Ομήρ. Ιλ. 3. κοινώς, ουρανός, αιθέρες, σε Όμηρ. κ.λπ.· πρὸς οὐρανὸν βιβάζειν τινά, ανεβάζω κάποιον ως τον ουρανό, όπως το evehere ad Deosτου Οράτ., σε Σοφ.· εἰς τὸν οὐρανὸν ἥλλοντο, έκαναν ψηλά άλματα, πηδούσαν ψηλά, σε Ξεν.· η επικράτεια του ουρανού, το κλίμα η ατμόσφαιρα, σε Ηρόδ. II. ως κύριο όνομα, ο Ουρανός, γιος του Ερέβους και της Γαίας ή σύζυγος της Γαίας, πατέρας των Τιτάνων, στον ίδ., Αισχύλ.