Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οὐρά"

Βρέθηκαν 17 λήμματα [1 - 17]
οὐρά, Ιων. οὐρή, (συγγενές προς το ὄρρος), I. ουρά, λέγεται για λιοντάρι, σκύλο κ.λπ., σε Όμηρ., Ηρόδ. II. 1. λέγεται για στράτευμα που βρίσκεται σε πορεία, αρχηγός οπισθοφυλακής, ουραγός, σε Ξεν.· κατ' οὐράν τινος ἕπεσθαι, ακολουθώ κατόπιν κάποιου, στον ίδ.· ὁ κατ' οὐράν, αυτός που ανήκει στην οπισθοφυλακή, στον ίδ.· ἐπὶ ή κατ' οὐράν, όπισθεν, προς τα πίσω, στον ίδ.· ἐπ' οὐρᾷ, στην οπισθοφυλακή, στον ίδ. 2. ῥήματος οὐρή, δηλ. ηχώ του λόγου, σε Ανθ.
οὐρᾱγία, , οπισθοφυλακή, σε Πολύβ.
οὐρ-ᾱγός, (ἡγέομαι), αρχηγός της οπισθοφυλακής, σε Ξεν.
οὐραῖος, , -ον (οὐρά), 1. αυτός που ανήκει στην ουρά, τρίχες οὐραῖαι, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, οπίσθιος, τελευταίος, έσχατος, οὐραῖοι πόδες, τα πίσω πόδια των ζώων, σε Θεόκρ.· πρβλ. οὐραία. 2. οὐραῖον, τό, ουρά· στον πληθ. οὐραῖα, τά, το οπίσθιο τμήμα, οπισθοφυλακή, σε Ευρ., Λουκ.
Οὐρᾰνία, , I. Ουρανία, η εξ Ουρανού, μία από τις εννέα Μούσες, σε Ησίοδ. II. προσωνύμιο της θεάς Αφροδίτης, σε Πλάτ.
Οὐρᾰνίδης, -ου, , γιος του Ουρανού, δηλ. ο Κρόνος, σε Ησίοδ., Πίνδ.· Οὐρανίδαι, οι Τιτάνες, σε Ησίοδ.
οὐράνιος[ᾰ], , -ον και -ος, -ον, I. 1. επουράνιος, αυτός που προέρχεται ή βρίσκεται στον ουρανό, αυτός που κατοικεί στον ουρανό· οὐράνιοι θεοί, σε Αισχύλ., Ευρ.· το οὐράνιαι μόνο του, θεές, σε Πίνδ. 2. γενικά, αυτός που ανήκει, που βρίσκεται στον ουρανό, που προέρχεται απ' αυτόν, ἀστήρ, στον ίδ.· πόλος, σε Αισχύλ.· οὐράνιον βρέτας, αυτό που έπεσε από τον ουρανό, σε Ευρ.· οὐράνια ὕδατα, δηλ. βροχή, σε Πίνδ.· οὐράνιον ἄχος, λέγεται για καταιγίδα, σε Σοφ. II. 1. αυτός που φτάνει τον ουρανό, ψηλός ως τον ουρανό, οὐράνιος κίων, λέγεται για την Αίτνα, σε Πίνδ.· ἐλάτης οὐράνιος κλάδος, σε Ευρ.· σκέλος οὐράνιον ἐκλακτίζειν, ῥίπτειν, εκτινάζω κλωτσώντας ως τον ουρανό, σε Αριστοφ. 2. μεταφ., τεράστιος, φοβερός, μανιώδης, οὐρανία ἄχη, σε Αισχύλ.· οὐράνιόν γ' ὅσον, όπως το θαυμάσιον ὅσον, Λατ. immane quantum, σε Αριστοφ.· οὐράνια, ως επίρρ., σφοδρώς, βιαίως, σε Ευρ.
οὐρᾰνίς, -ίδος, , ιδίως ως θηλ. του οὐράνιος, σε Ανθ.
οὐρᾰνίσκος, , υποκορ. του οὐρανός· απ' όπου, θόλος δωματίου ή σκηνής, στέγαστρο, σε Πλούτ.
Οὐρᾰνίωνες, οἱ (οὐρανοί), επουράνιοι, θεοί του ουρανού, Λατ. coelites, με ή χωρίς το θεοί, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, οι Τιτάνες, ως απόγονοι του ουρανού, στο ίδ.· θηλ., θεαὶ οὐρανιῶναι, σε Ανθ.
οὐρᾰνο-γνώμων, -ον, ειδικευμένος στη γνώση του ουρανού, σε Λουκ.
οὐρᾰνό-δεικτος, -ον, αυτός που φαίνεται από τον ουρανό, που δείχνει τον εαυτό του στον ουρανό, σε Ομηρ. Ύμν.
οὐρᾰνόθεν (οὐρανός), επίρρ., από τον ουρανό, από τον ουρανό προς τα κάτω (τη γη), σε Όμηρ., Ησίοδ.· κυρίως, αρχ. γεν. του οὐρανός, και ως εκ τούτου με προθέσεις, ἀπ' οὐρανόθεν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ οὐρανόθεν, στο ίδ.
οὐρᾰνόθῐ (οὐρανός), επίρρ., στον ουρανό· αλλά, οὐρανόθι πρό = πρὸ οὐρανοῦ, ενώπιον του ουρανού, μπροστά στον ουρανό (πρβλ. το προηγ.), σε Ομήρ. Ιλ.
οὐρᾰνο-μήκης, -ες (μῆκος), 1. ψηλός ως τον ουρανό, αυτός που εκτείνεται ως τον ουρανό, εξαιρετικά ψηλός ή ευμήκης, σε Ομήρ. Οδ.· δένδρεα, σε Ηρόδ.· λαμπάς, σε Αισχύλ. 2. μεταφ., θαυμαστός, εξαίσιος, σε Αριστοφ.
οὐρανός, , Δωρ. ὠρανός, Αιολ. ὀρανός· μόνο στον ενικ. I. ουρανός, σε Όμηρ., Ησίοδ. 1. ο θόλος του ουρανού ή το ουράνιο στερέωμα, αιθέρες, νοούμενα ως ένα κοίλο ημισφαίριο που στηριζόταν στα κράσπεδα της γης και υψωνόταν από τις Ηράκλειες Στήλες, τις Στήλες του Άτλαντα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. κ.λπ.· θεωρούνταν ότι αποτελείται από συμπαγές μέταλλο, χάλκεος, πολύχαλκος, σιδήρεος, σε Όμηρ.· στον θόλο αυτό διέγραφε την τροχιά του ο ήλιος, σε Ομήρ. Οδ.· επάνω του ήταν στερεωμένα τα αστέρια και κινούνταν μαζί μ' αυτόν, γιατί θεωρούνταν ότι περιστρεφόταν διαρκώς, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ο ουρανός ως έδρα των θεών, πάνω από τον ουράνιο θόλο, η μερίδα του Δία, σε Όμηρ.· πύλαι οὐρανοῦ, οι Πύλες του Ουρανού, πυκνό νέφος το οποίο οι Ώρες ανασήκωναν και επέθεταν σα να ήταν καταπακτή, σε Ομήρ. Ιλ. 3. κοινώς, ουρανός, αιθέρες, σε Όμηρ. κ.λπ.· πρὸς οὐρανὸν βιβάζειν τινά, ανεβάζω κάποιον ως τον ουρανό, όπως το evehere ad Deosτου Οράτ., σε Σοφ.· εἰς τὸν οὐρανὸν ἥλλοντο, έκαναν ψηλά άλματα, πηδούσαν ψηλά, σε Ξεν.· η επικράτεια του ουρανού, το κλίμα η ατμόσφαιρα, σε Ηρόδ. II. ως κύριο όνομα, ο Ουρανός, γιος του Ερέβους και της Γαίας ή σύζυγος της Γαίας, πατέρας των Τιτάνων, στον ίδ., Αισχύλ.
οὐρᾰν-οῦχος, -ον (ἔχω), αυτός που κρατάει τον ουρανό, ἀρχὴ οὐράνιος, αρχή, νόμος που διέπει τον ουρανό, σε Αισχύλ.