LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οὐλαμός"
- οὐλᾰμός, -οῦ, ὁ (εἴλω), I. πλήθος πολεμιστών, οὐλαμὸς ἀνδρῶν, σε Ομήρ. Ιλ. II. μεταγεν., ίλη ιππικού, Λατ. turma, ala, σε Πολύβ., Πλούτ.