LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οὐδός"
- οὐδός, Αττ. ὁδός, ὁ, 1. κατώφλι, σε Όμηρ., Ησίοδ.· κατώφλι ή είσοδος σε οποιονδήποτε τόπο, σε Όμηρ., Σοφ. 2. μεταφ., ἐπὶ γήραος οὐδῷ, στο κατώφλι, δηλ. χείλος, όριο, των γηρατειών, σε Όμηρ.
- οὐδός, ἡ, Ιων. αντί ὁδός, δρόμος, σε Ομήρ. Οδ.