LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "οἶμος"
- οἶμος, ὁ και ἡ, 1. δίοδος, δρόμος, μονοπάτι, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.· 2. λωρίδα, σειρά, αράδα, σε Ομήρ. Ιλ. 3. λωρίδα γης, έκταση, αγρός, Σκύθην ἐς οἶμον, σε Αισχύλ. 4. μεταφ., μουσική κλίμακα ή η μελωδία ενός τραγουδιού, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.