Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οἶκος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
οἶκος, , I. 1. σπίτι, τόπος διαμονής, κατοικία, οικία, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· αιτ. οἶκον = οἶκονδε, οἴκαδε, προς το σπίτι, προς την πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ.· κατ' οἴκους, στο σπίτι, μέσα στο σπίτι, σε Ηρόδ.· κατ' οἶκον, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐπ' οἴκου ἀποχωρεῖν, επιστρέφω στην πατρίδα, σε Θουκ. κ.λπ.· ἀπ'οἴκου, μακριά απ' την πατρίδα, στον ίδ. 2. τμήμα ενός σπιτιού, δωμάτιο, δώμα, σε Ομήρ. Οδ.· πληθ. οἶκοι, λέγεται για ένα μόνο σπίτι, μονοκατοικία, Λατ. aedes, lecta, στο ίδ., Αττ. 3. κατοικία ενός θεού, ναός, ιερό, σε Ηρόδ., Ευρ. II. σπιτικό, οικιακά αγαθά, περιουσία, σε Όμηρ. κ.λπ. III. σπιτικό, νοικοκυριό, οικογένεια, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
οἰκός, Ιων. αντί ἐοικός, ουδ. μτχ. του ἔοικα.
οἰκό-σῐτος, -ον, αυτός που λαμβάνει τα γεύματά του στο σπίτι του, αυτός που ζει με δικά του έξοδα, αυτός που κάνει κάτι χωρίς πληρωμή, σε Μένανδρ.